Εβρίδες, Νέες

Εβρίδες, Νέες
Παλαιότερη ονομασία του κράτους Βανουάτου (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νέες Εβρίδες — (New Hebrides). Παλαιότερη, αποικιακή ονομασία αρχιπελάγους του Ειρηνικού ωκεανού, που από το 1980 έγινε ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία Βανουάτου. Βλ. λ. Βανουάτου …   Dictionary of Greek

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • μελανησιακός — ή, ό [Μελανήσιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μελανησία, μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας, ή στους Μελανησίους 2. φρ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» ομάδα πληθυσμών που ζουν στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος Λουισιάντ, στις νήσους… …   Dictionary of Greek

  • νησιωτικός — ή, ό και νησιώτικος, η, ο (Α νησιωτικός, ή, όν) [νησιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από νησί («νησιώτικο κρασί») 2. αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει πολλά νησιά (α. «νησιωτική χώρα» β. «τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • Μελανήσιοι — Οι κάτοικοι της Μελανησίας. Συγγενεύουν φυλετικά με τους Αυστραλούς Αβορίγινες και θεωρείται ότι οι πρώτοι κάτοικοί της προήλθαν από τη νοτιοανατολική Ασία γύρω στο 30000 π.Χ. Ορισμένες ομάδες Μ. συγγενεύουν περισσότερο με τους Παπούα, ενώ άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • μουνδοπολυνησιακές γλώσσες — Λέγονται έτσι οι γλώσσες που ανήκουν στις γλωσσικές οικογένειες μούνδα χμερ και μαλαιοπολυνησιακή. Μιλιούνται από περίπου 80 εκατομμύρια ανθρώπους. Η άποψη ότι από τις δύο οικογένειες διαμορφώθηκε η μεγαλύτερη μουνδοπολυνησιακή ενότητα (γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …   Dictionary of Greek

  • Χάκων — Όνομα βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. X. ο A’ ο Αγαθός (935 – 961). Ήταν ο νεότερος γιος του βασιλιά Χάραλδου Χάρφαγκρε και μεγάλωσε στην αυλή του βασιλιά της Αγγλίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του γύρισε στη Νορβηγία για να διεκδικήσει τον θρόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”